- συμβουλάτορας
- ο советчик; наставник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμβουλάτορας — και, διαλ. τ. συβουλάτορας, ο, Ν 1. αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους 2. (παλαιότερα) σύμβουλος κάποιου, ιδίως άρχοντα («οι συμβουλάτορες τού ρήγα») 3. ειρων. αυτός που προθυμοποιείται να δώσει απρόσκλητος συμβουλές σε όλους και για… … Dictionary of Greek
συμβουλάτορας — ο σύμβουλος: Ο βασιλιάς, πριν πάρει απόφαση, κάλεσε τους συμβουλάτορές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άτορας — κατάλ. αρσ. ουσιαστικών της μεσαιωνικής και κυρίως της νέας Ελληνικής με μικρή παραγωγικότητα. Η κατάλ. αυτή συνάπτεται τόσο με ουσιαστικά (πρβλ. άλογο αλογάτορας, μαγαζί μαγαζάτορας, αποστολή αποστολάτορας, παιγνίδι παιγνιδάτορας, νοίκι… … Dictionary of Greek
παραινέτης — ο, ΝΜΑ [παραινώ] 1. άτομο που διδάσκει και διαφωτίζει σχετικά με αυτό που πρέπει να γίνει, σύμβουλος, νουθετητής, συμβουλάτορας 2. αυτός που εμψυχώνει, που ενθαρρύνει αρχ. φρ. «παραινέτης γυναικῶν» μτφ. αυτός που πείθει, που σαγηνεύει τις… … Dictionary of Greek
συβουλάτορας — ο, πληθ. συβουλάτορες και συβουλατόροι, Ν βλ. συμβουλάτορας … Dictionary of Greek
συβουλάτορας — ο βλ. συμβουλάτορας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)